- βόλβης
- βόλβαvulvafem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βόλβης — Βόλβη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λουτρά Βόλβης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 103 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 53 χλμ. Α της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απολλωνίας … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands — Griechenland gliedert sich seit dem 1. Januar 2011 in 13 Regionen und 325 Gemeinden. Durch das Kallikratis Gesetz wurden 240 Gemeinden durch Zusammenschluss zuvor bestehender kleinerer Gemeinden neu gebildet. Außer Kreta und Euböa sind die… … Deutsch Wikipedia
Liste des communes de Grèce — Avertissement : les traductions du nom des différentes nouvelles entités administratives sont à prendre avec précaution, les dénominations n étant selon toute vraisemblance pas officiellement fixées en français. Voir l avertissement en tête… … Wikipédia en Français
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
πλατεία — I Oνομασία πολλών μικρών νησιών του Αιγαίου. Οφείλεται στο πλατύ σχήμα τους. 1. Ένα από τα νησιά της συστάδας των Διαπορίων του Σαρωνικού. 2. Νησί κοντά στην Αίγινα. 3. Νησί κοντά στη Χίο, η αρχαία Πηλούς. 4. Νησί στο βορειοανατολικό άκρο της… … Dictionary of Greek